Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Ω ΘΑΝΑΤΕ ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΠΙΕΖΕΙΣ ΑΠΟΨΕ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΣΤΗΘΟΣ

 Στο ουράνιο πλήθος των ψυχών θα σε ζητήσω

μεσ’ απ’ την εκμηδένιση νέος και θεάρεστος.

Εγώ στους μαιάνδρους των ονείρων μπερδεύτηκα

σε κάθε βήμα η γη με ανατρέπει.

Ολόξανθη

θα φεύγεις απ’ τα κράτη   έχοντας και τα δυο σου χέρια

πάνω στην ήβη που σκιρτά    ολόξανθη

γυρίζεις υγρή τις πρωτεύουσες

ένα κοχύλι του θαλάσσιου κρημνού η μαργαρίτα των άκρων σου

και οι νύχτες γλυκά μακροσκελείς…

Θυμάμαι τώρα μονάχος με τ’ αστέρια

χωρίσαμε απόβραδο και πήγαινες

φρεσκοβγαλμένη απ’ την αγκαλιά μου –

ζούσαν ακόμα τα βήματα του κήπου ενώ έφευγες

παίρνοντας το χώρο μαζί σου.

Έχω στη μνήμη το υγρό φυρό με τα φύλλα του

που είναι πεσμένα φτερά πουλιού και τ’ όνομά του:

Justitia – ο ήλιος του Εθνικού Κήπου

μέσα στο απόγευμα των φυλλωμάτων μικρός φωτοστέφανος.

Από κόκκινο αίμα ο άγγελος έβγαινε

και χύνεται στη σινδόνη τ’ ουρανού

μα η ρομφαία λάμπει

στίλβοντας τη δικαιοσύνη που είν’ ο έρωτας.

Κάθομαι μια στιγμή στο κορινθιακό κιονόκρανο

πλάι στο ρυάκι με το βυθισμένο σπόνδυλο

για να φέρω τον ιερό απελπισμό, αρχαίες ώρες.

Δεν υπάρχεις…

 [ΜΕ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961, κι άλλα ποιήματα που γράφτηκαν και τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν μέσα στην επταετία Φθινόπωρο 1953 έως το Φθινόπωρο του 1960]

Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 είναι η πρώτη ενότητα στη συγκεντρωτική έκδοση Νίκος Καρούζος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ τόμος 1961-1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία.

Απ’ αυτή την έκδοση ανθολογούνται τα παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

1.   ΠΛΗΓΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΘΕΡΟΣ ΤΟΥ ΒΡΑΔΙΝΟΥ ΚΑΙΡΟΥ, Λένε του Γιάννη οι εχθροί ποιος είναι αυτός που μοίρασε τα’ αστέρια;  

2.   Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ, Απ’ τις τόλμες που υπάρχουν είν’ αυτός πιο ψηλά…

3.   Η ΕΞΑΡΣΗ, Εχθροί των ουρανών είμαι ο ταπεινός…

4.   ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ, Εκεί που σώζονται καλύτερα τα τείχη…

5.   ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΑΓΜΙΤΗ, Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ… και

6.   ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1953, Ζούσε ο πατέρας μου κι ο ήλιος έβγαινε ήσυχα

 

 


ΠΛΗΓΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΘΕΡΟΣ ΤΟΥ ΒΡΑΔΙΝΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Λένε του Γιάννη οι εχθροί   ποιος είναι αυτός που μοίρασε τ’ αστέρια;

Ο σκοτεινός αλήτης   έχοντας μια διάχυτη χαρά στο χλοϊσμένο στήθος

και τη μεγάλη λύπη σε αρραβώνα της καρδιάς.

Απ’ το Θεό αλητεύει σαν τους ποταμούς

καθώς ο αρχαίος εκείνος φυγάς με τη φωτιά στα σωθικά

του μαινομένου σώματος υπήκοος

ώσπου τον κύλησε φρικτά   μέσα στο ηφαίστειο η ορμή

αλλ’ όμως εκεί ψηλά μονάχα έρωτας το σώμα του ανεστήθη.

Λένε του Γιάννη οι εχθροί  

τη ξύλινη σκάλα θα γκρεμίσουμε και πώς να φτάσεις μέχρι τ’ άστρα;

Μα έχει αυτός με τις αχτίδες του φωνή και τραγουδά:

Ο ήλιος είναι μαχαιριές μεσ’ στα κλειστά φυλλώματα.

Κελί μου κατασκότεινο

εγώ που φεύγω το πρωί και τρέχω έρημος   τον τάφο νικήσω.

Θέλεις το μήλο της αυγής   έτσι όπως χάνεται πέρα στα λιόδεντρα

και δείχνει την άλιωτη αγάπη εδώ στο στέρνο

θυμήσου ένα παιδί προς τα ουράνια

τον άμισθο καιρό γυρίζοντας – χυνότανε στα χορτάρια

και με το γέλιο ανέβαζε τον πύργο του ονείρου του πάλι.

Τώρα δεν παίζει τον ανήλιαγο

και τη βασιλική τουλίπα κόκκινη δεν την ξαναχαρίζει

στη μικρή Ελένη με το τρενάκι των πέντε χρόνων…

Απ’ το λαιμό της γυναίκας άρχισε η προσευχή μου.

 

 

 

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ

Απ’ τις τόλμες που υπάρχουν όλες είν’ αυτός πιο ψηλά

ποτίζει τα μάτια στα όνειρά του με θάλασσα

εγκαταλείπεται στη μαύρη εκκλησιά.

Βρίσκει καιρούς η δύναμη να κλείνει την καρδιά του

και ρίχνοντας μεγάλους ίσκιους στο αίμα

λύνεται η μοίρα του θανάτου απ’ τον καθάριο έρωτα –

αιωρείται

ζητώντας τα χέρια που κρατούν τους υετούς

πίσω απ’ τα σκληρά νέφη σαν πούπουλα.

Ειν’ από κάθε τόλμη πιο πέρα

με τη φλόγα πληρωμένη στο θεό

έδωσε το λαμπερό νόμισμα

για να βγαίνει ο ήλιος απ’ τις ανταύγειες του

κι απ’ τον ήλιο η σελήνη μεσ’ στον άργυρο φωσφορίζει…

ώσπου η φλόγα εκείθε κατεβαίνει δωρεάν

και σε γλώσσα φωτιάς

στα σπλάχνα του εμβαπτίζεται.

Και η φλόγα μερίζεται

στο στήθος

την καρδιά περιβάλλει και τα όργανα του σώματος

αναβαλλόμενα τις λάμψεις αλλάζουν ευγένεια

και πάλι φανερώνεται

απ’ την ορμή του ύψους η φλόγα

στην πένθιμη κόμη του.

Τόλμες είναι τα μέταλλα που γίνονται

χρυσάφι με τη λίθο της ψυχής.

Πόσο ψηλά φτερουγίζει ο μάγος

δεν το ξέρουν οι εξουσίες.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

 

Η ΕΞΑΡΣΗ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Εχθροί των ουρανών είμαι ο ταπεινός

που θα συντρίψει τα λίγα σας έργα μεσ’ στα στήθη

και τη χαρά σας

αφήνει στη φτωχή πλαγιά.

Ένας άγγελος με χάρισε ανάμεσ’ απ’ τα γυναικεία αίματα

κι ανάμεσα απ’ τα δειλινά τα ολόσωμα

που υψώνονται ως τη θλίψη των άστρων

κορυφές λουλουδισμένες με τα εδελβάις.

Χορηγός της πνοής είν’ ο άγνωστος μέσα μου

όταν τα πρόσωπα κάτω στο δρόμο φωσφορίζουν

και πληγώνουν τ’ άγνωστα μάτια του

βουλιάζει από ένα κύμα δυνατό

μεσ’ στους πυθμένες της ανασφάλειας.

Κι όταν αγγίζει ο αέρας

το άγνωστο σώμα του

παθαίνει ταραχή

που καθρεφτίζει τα θραυστικά νεύρα.

Ενδιάμεσε Κύριε μαύρο του ωκεανού

συ που ηλεκτρίζεις τους στίχους μου

κι ανεβαίνουν ωσάν θυμιάματα

στην κυανή όσφρηση του ύψους

εσύ που ανάβεις τους χυμούς στα κλήματα

κρατώντας τη μαβιά ρομφαία –

η δύναμή σου βλέπει το δίκαιο της εξάρσεως.

Ηλίθιο αγέρι το δικό μου χρόνο θροϊζει

όπως απ’ τ’ άστρα φανερώνεται

όμως

με του γιασεμιού το μίσχο διασχίζω τη σελήνη

στον κήπο των θλίψεων…

Τότε μυρίζει το λιβάνι του πηλού

με τα ώριμα χέρια της μητέρας κινούμενο

μεσ’ στα δωμάτια το Σάββατο

καθώς ο ήλιος βυθίζεται στην ταπείνωση.

Τότε φαντάζομαι να γεμίζει θυμίαμα

ο χαμηλός αέρας στις λιτανείες

άμφια με κεντημένα ρόδα θαλασσιά

εγώ που κράτησα έως

έφηβος το θυμιατό

στα μικρά του κάρβουνα καίγοντας την αμαρτία.

Να υποφέρεις λοιπόν αφού ο ουρανός

ευωδιάζει λίγη χαρά άνωθεν.

 [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

(«γγίζοντας με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες» Γιώργος Σεφέρης)

Εκεί που σώζονται καλύτερα τα τείχη

φωνάζοντας έφερα τους φίλους κι απομακρύνθηκα

για να τους φωτογραφίσω πάλι

κρατώντας το ανθάκι της καρδιάς

που είχα κόψει πάνω στον αρχαίο λόφο με τη θάλασσα.

Ήτανε δειλινό του έρωτα όπου ανοίγει τα νεφρά

και θραύει τη μοίρα

στα δένδρα ο ήλιος κλαίγοντας

κι οι φίλοι σ’ εκτελεστικό απόσπασμα θα ’λεγες εμπρός περιμένουν

με την πλάτη στων τειχών τις μελανές πέτρες

μια φωτογραφία ακόμη

στο θάνατο μαχαιριά που δε βυθίζεται ή χτύπημα

εναντίον του χρόνου λένε και χτύπησα με το χέρι

ασώματο σχεδόν

το μέτωπό μου.

Λίγο πριν εγώ ο γράφων μετρούσα χρώματα στο νησάκι

που είναι στη μέση της μικρής θάλασσας

έχοντας την ελάχιστη εκκλησιά – το άσπρο –

γκρίζες οι πόρτες οι κλειστές

πράσινο βαρύ μοβ πορτοκαλί

τα λουλουδάκια κίτρινο η φραγκοσυκιά

έντεκα χρώματα μέτρησα.

Τόσοι έμεινα οι Μαθητές

ο συνειρμός του αριθμού

με χρώματα βυζαντινά τους έφερε στη φαντασία μου

και αμπελώνες είδα πορφυρούς όπου ο Δωδεκαετής έβγαινε

γελώντας από μυστική χιλιετηρίδα στο αγγιγμένο κληματόφυλλο.

Οι σύντροφοι πάνε

συγχέονται οι φωνές τους για τον άρχοντα της Ασίνης

μιλούν

χρωματιστά μικρά κομμάτια

του αρχαίου πηλού γυρεύουν.

Εγώ μονάχος απ’ τη γέννηση πλανήθηκα στο μήκος του γιαλού

τα βήματα έσυρα
ετοιμοθάνατος αντίκρυ πάντα στην ομορφιά
πορτοκαλιές
ο χειμώνας
οι καρποί με τις θελήσεις του θεού
το βλέμμα έστρεφα να ωριμάσει στα σημεία
η μέρα τελειώνει
τελειώνει
τα σπλάχνα βαραίνουν η αναπνοή μου αγωνία
γλυκειά του μετέωρου ανθρώπου.
Εκεί σε είδα πάλι με την προσταγή που έλεγε:
Πράξε τ’ αστέρια
όπως το ψάρι σπαρταρά έξω απ’ τη θάλασσα
ζητώντας να γυρίσει καθώς με λέξεις
η ποίηση σπαρταρά να επιστρέψει.
Γιατί απόσπασες ομορφιά του θεού και την οφείλεις.
Μισεί τη μαύρη φυλακή που είναι κλεισμένη
και θέλει τα φτερά της η ορμή του στήθους.

άσμα της πρώτης νοσταλγίας· έλευση
Τη μνήμη γυρίζοντας αγγίζει
την Αθήνα σκληρή στο σώμα μου
σκληρή στην ψυχή μου
η δύναμη μου που τραγουδά με τ’ αστέρια.
Ζυγιάζεται ο νεαρός αετός εκεί πάνω
οι θεϊκοί σπινθήρες τον περιβάλλουν.
Και της ύλης οι δέσμιοι καίγονται:
Των ρούχων αυτός ο βυθισμένος
κερδίζει τα αθάνατα
δεν έχει πού να κλίνει το σώμα του
με το δέρμα του σκότους
αυτός λοιπόν του ελληνικού λάμποντας
εφήβου λαού την τραχύτητα;
Ουαί φωνή των πιθήκων
έρχομαι απ’ τους κόλπους του Αβραάμ
η καταγωγή μου τα νέφη.
Και πάλι άνοιξαν απάνω οι ουρανοί
στα υπερώα του κόσμου
η αρχαία φωνή που σας παραλύει –
Αυτός είναι που ευδόκησα
και σημείο σας έδωσα τα χέρια του.
Αθήνα σκληρή στο σώμα μου σκληρή στην ψυχή μου.

Του αδειασμένου τώρα θάνατου τις εισπράξεις ο θεός έλαβε
και την εαρινή Ασίνη πλημμυρίζει το αγκάθι του Χριστού
το σφάλαχτρο η ερωτική μολόχα τα σχοίνα
ελιές άγριες απάνω στην άσημη ακρόπολη νεαρές
ελπίζουν βαθιά και τις βλέπω γυρίζοντας απ’ τ’ ακρογιάλι
μ’ έναν ψαλμό στο έρμο στήθος...
Ιδού η πύλη των τειχών κατεστραμμένη
μέσ’ απ’ αυτήν ο ήλιος βουλιάζει στη χλόη
δυο τρία μέτρα μόνο βασιλεύει μακριά μου
λάμψη μοναρχική
το χρώμα της
ωσάν το μήλο.
Βαθύς ηττημένος που έχει την καρδιά του σκήπτρο
κοιτάζω τα πόδια μου καθώς προχωρούν.
Αγκάλη ο τόπος κι ο ήλιος οριζόντια λάγνος
εγκαταλείπεται στα πράσινα τραπεζάκια του καφενέ,
Εκεί ζηλεύω το σίδερο κ’ ήθελα τη μοίρα τους
όλη τη σιωπή των αψύχων.
Ένα φαρδύ μεγάφωνο στον τοίχο κρεμασμένο
ανοίγει λάκκους μέσ’ στα νεύρα:
«Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή...».
Είναι χρόνια που τραγούδησε
ο έλληνας το μικρό θαλασσάκι
- θεός είχε πάρει τον πηλό της νύχτας
και πλάστηκε ο ποιητής –
την αφή του νεκρού αχαιού δραματίζοντας.

Οι μέριμνες αλλάζουν πάντα στήθος για να κατοικήσουν
όταν αρχίζει η ψυχή
και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία.
Τα σώματα εγείρουν τη φωνή των σπαραγμένων όπως φεύγουν
μέσα στο μαύρο τρένο το ταχύ.
Και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία...
Ποιον βασιλέα ζητούσες απ’ την ερημιά
τι έψαχνες με τα δάχτυλα εδώ
στα ηλιοκαμένα τείχη καλέ γεωργέ;
Σφυρίζει ένας άντρας πέρα στις πορτοκαλιές απαντά
η βορινή και της γυναίκας φωνή των στεναγμών.
Ανοιγμένη στα χώματα εκείνη
δέχεται το πορτοκαλάνθι που πέφτει στην τύχη
έχοντας όπου φυτρώνουν τα νεαρά
κι όμως αδειασμένα σκέλη πηγή θανάτου
το δύσοσμο αίμα που σκλαβώθη ανάμεσα
και μαρμαρυγής
ιδέα χορεύει με τον ήλιο πάνω στα στήθη της.
Κάθε παιδί που γεννιέται μεγαλώνει το θάνατο
μα η ώρα με τα δέντρα ώς το τριζόνι αγκαλιασμένη
όταν ο κύρης θέλει τους πόθους
του κορμιού η λαμπηδόνα πλημμυρά τα μάτια
οι σπόνδυλοι ωθούν τα ρίγη προς τα κάτω
και πλησιάζοντας ο θαλερός
βγάζει το κεφαλοπάνι της γυναίκας του...
Φύσηξε άνεμος.
Εχθρός και φίλος η βροχή
πισθάγκωνα είμαστε δεμένοι στη φλόγα
κακός ο ήλιος γίνεται καιροί αναπάντεχοι τα ζώα
ολάκερη σοδειά κρέμεται στο πεπρωμένο/
Η Ασίνη
η Τροία
να η ζωή
γλυκύτατη
ακούγεται απ’ τα δέντρα με βλαστήμιες.
Ολούθε ο φόνος λαμποκοπά και χαίρει
στα ήρεμα φύλλα γίνεται φθινόπωρο
μεταμορφώνεται σε όργανο αιχμηρό.
Πανταχού ο θεός με τους θαμπούς εσπερινούς
αυτά τα γραΐδια του Παράδεισου
που πηγαίνουν στην εκκλησία συλλογισμένα και
τον ήχο της καμπάνας ακολουθώντας.
Ο που σταυροκοπήθηκε για μια στιγμή
δε χάθηκε στον αιώνα.
Τρέχει παντού ο θεός
από χέρια ορθόδοξα στον τοίχο γραμμένος
νέος παιδίον Αττική
σταυρίς
υπεράνω των ασιναίων υψωμάτων η μοίρα μου
τ’ Ανάπλι.

ειρμός
Το χάρισμα δεν το πόθησα ο ουράνιος έλαμψε βαθιά
ερειπώνοντας τον κόσμο του σώματος
όταν η δύση του ηλίου με κρατούσε απ’ τα χέρια
στο παιδικό Ανάπλι τρυφερό σαν χορτάρι.
Μυθική της νεφέλης αρχαιότητα
η καλή Άνοιξη δε θα ξανάρθει στα χρυσά προσωπεία
κι ο ταξιδιώτης είναι μόνος.

Καπνίζω αυτάρκης ενώ το βλέμμα χρησιμεύει
σαν αφή για ν’ αγγίζω τη λύρα.
Οι σύντροφοι σιωπηλοί
έρχονται από διάφορα σημεία
το δειλινό φέρνουν στα χείλη και το πίνουν
μου δείχνουν τα ευρήματά τους αφήνοντας ένα γέλιο
με τα δάχτυλα σ’ αυτό το θάμνο
ενθύμιο του ανθρώπου στην αφθαρσία των ήχων...
Βρήκα τα χρόνια μας εδώ κρυμμένα τους είπα
μέσ’ στη γυμνή καμπάνα του καλοκαιριού
ασβεστωμένες είναι δυο κολόνες που την υψώνουν ώς την καρδιά
να κυματίζει το χρυσάφι του ώριμου σίτου.
Και φίλησα την εικόνα τη σκαφτή
καμωμένη στο φλαμούρι.
Χαίρετε οι ταπεινές
παρουσίες απ’ τα έγκατα του πράγματος
άσπρη ελευθερία των φοβουμένων αληθώς
όπως ο αγρότης ιερέας φορώντας μονάχα το αντερί
φαίνεται πέρα στο δρόμο επιστρέφοντας με το βυθισμένο ήλιο
απάνω στο πουλάρι του όνου φιλέορτος –
έχει τελειώσει τον κάματο της ημέρας μακριά
και το καλυμμαύχι ποτίζει απ’ τον ιδρώτα στο μέτωπο του.
Χαίρεται αναπλιώτικα χώματα έψαλλε η καρδιά μου
κι αν ο κόσμος τούτος χαθεί ανεβαίνουμε στα ύψη.

άσμα της δεύτερης νοσταλγίας· επάνοδος
Λαός ο μιαιφόνος άλλοτε και πάλι
συλλογιέται σήμερα Τον καρπό να σπαράξω.
Άγρια μεσημβρινά ζώα μοιράζουν μηχανές
ανακινείται ο βόρβορος
μ’ απελπισμένα γρανάζια στα σωθικά τους:
Βαραββάν Βαραββάν –
αυτός είναι ο ήχος άλλοτε και πάλι.
Να σφάξουμε τον αμνό κράζουν μέσ’ στην Αττική τα ένστικτα
είθε να βλέπαμε τα θρύψαλλα του ευγενούς.
Η αγέλη τρέχει
το ιερό χώμα
με χτυπήματ’ αναρίθμητα ταράσσοντας.
Όταν θ’ αναληφθώ θαλάσσιος απ’ την αιθρία
βάρβαρα ζώα συλλογιούνται τον καρπό
και τ’ ανθρώπινο στήθος προδίδουν.

Ξανθές είναι οι γυναίκες που τραγουδούν
με μια βαθειά συγκίνηση φθινόπωρου
«όλα είναι ένα ψέμα» κ’ η φράση μυρίζει
μέσα στην ψυχή
βερνίκι για ποδήματα
ώσπου ο Αλέξαντρος φωνάζει πως αναχωρούμε.
Μικρά χιλιόμετρα λοιπόν αποστηθισμένα
ώς την πατρίδα ξετυλίγονται
και ιδού το δειλινό των υδάτων
υψώνει φλόγες οδυνηρές
ανεβαίνουν απ’ τα νερά και πλατύνονται
οι ανταύγειες ολόγυρα σαν μεγαλοφυΐα.
Ο δρόμος είναι μοβ απ’ το ηλιοβασίλεμα
όμως εγώ απ’ το κάστρο δεν επέστρεψα της Αρχαίας Ασίνης
έχω σταθεί εκεί άυλος να βλέπω
το παλιό μοναστήρι της Κοιμήσεως
εμπρός ολοφυρόμενο
μέσ’ στου καιρού τη φιλότητα
την ταπεινή καμπάνα που βρίσκετ’ ανάμεσα στην πύλη
των τειχών και στις βρόμικες φωνές του καφενέ.
Με αγγίζει ένας άγγελος
τόσον σκοτεινός
όπως ο κάκτος του βραδινού χειμώνα
ώσπου το αίμα

μου θυμίζει – νερό κερί ρετσίνι των πεύκων.

Όλη τη μοίρα δείχνει το σβησμένο κάρβουνο

και με τα χέρια μαυρισμένα

πιάνοντας το λαμπερό ποτήρι

στην αίθουσα του «Αμφιτρύονα» της πόλεως

τι ωραίος που είναι, σκέφτομαι,  ο πάγος μέσα στο κονιάκ…

Τη νύχτα ο ύπνος γέμισε γοργά το κεφάλι μου.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΑΓΜΙΤΗ (απ’ τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας

στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος

και του έδωσαν τ’ όνομα Καρπός

όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων

με τους ανέμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.

Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα

οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο

ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…

Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο  

κι ανεβαίνοντας   σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό

κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη

του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ κι ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει

κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια

μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια

λάμποντας το Ένα.

Ο θεός έκραζε τη λαλιά:

Δίδαξέ με   στο άστρο στρεφόμενος, είπε,

και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις

χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.

Μια γυναίκα λευκή

αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ

η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,

κι η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες

μοιράζεται με τη βροχή

ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη

με τον ήλιο, πάλιν είπε,

και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει

πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα   στο ξύλο

στους τριγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.

Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι

δεν είναι ρολόγι –

και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά

πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.

Σαν είδα το σπήλαιο

συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας

ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας

και τα δυο του χέρια

μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι

πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας

για να δω το τεμαχισμένο χρυσάφι.

Κι αντίκρισα το χρυσάφι

καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας

ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση

ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…

Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν

ειμή μόνο σταλακτίτες

που κρέμονταν δεν υπήρχαν

ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψωμένοι.

Εγώ ο σταλαγμίτης

ολοένα πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα

για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα

τη μεγάλη ένωση…

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΕΙΝ’ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ ΟΠΟΥ ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΕΙ   ΚΑΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΚΥΛΟΣ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ

(«Είν’ η προσπάθειές μας των συφοριασμένων    είν’ η προσπάθειές σαν των Τρώων.  

Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας·

κι αρχίζουμε να ’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες» - Καβάφης)

Ζούσε ο πατέρας μου κι ο ήλιος έβγαινε ήσυχα   λέγοντας απ’ τους πυράκανθους η κορασίδα τη μοναξιά μου.   Αίφνης ένα σκοτάδι σκέπασε τα φρένα   και το μελάνι του μέλλοντος   χύθηκε απ’ τη θρυμματισμένη θύρα τα μεσάνυχτα   στο δάπεδο με τα βίαια χέρια μου.   Ο καιρός ήτανε σφαγμένος ωσάν τον πετεινό   και φώναξα: Θεέ μου έτοιμοι είναι οι δρόμοι μου.   Όταν ξημέρωσε   μπήκα πιο βαθιά στη νύχτα    τη φρενική του στρατιώτη    ώσπου μια μέρα γελούσε στο κατώφλι   ο πατέρας ως τα χείλη μου   και πάλι φώναξα:   Φεύγω απ’ τη λάμψη του σώματος   θα νηστέψω   θα κερδίσω με λίγο άρτο την τροφή μου.   Κι έγινε φως, αλήθεια στην καρδιά μου που δεν περίμενα,   τρέχοντας απ’ τα καλλίρειθρα νάματα.   Τους ήλιους ανέστρεψα και γνώρισα με ψυχρή ορμή   τον πόνο του λαμπερού σίδερου στο δέρμα μου.   Είχα μπει στο μεγάλο σκοτάδι του αίματος   με τη γεύση του μελαψού Χριστού   έχοντας το σημάδι του Παντοκράτορα στο αριστερό χέρι.   Τη σκηνή του θανάτου την είδα βροχερός   όπως έκανε το σημείο του σταυρού ο πατέρας μου   γυμνός με τη βαθιά νύχτα και τα συντελεσμένα… Γάτες με κίτρινα αινίγματα   έμπαιναν αθόρυβα στη ψυχή μου   αλλ’ υπεράνω ακούστηκε τότε χλιμίντρισμα    το άλογο του θεού, είπα, φωνάζει την καρδιά μου   για το ταξίδι ολόκληρο του προορισμού [ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1953 απ’ τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

Πέμπτη, 1 Απριλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ